- υπουργος
- ὑπουργόςὑπ-ουργόςI2помогающий, содействующий
ὑ. τινι Xen. — способствующий чему-л.
IIὅ служитель, слуга Polyb., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑ. τινι Xen. — способствующий чему-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπουργός — rendering service masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπουργός — ο, η / ὑπουργός, όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α νεοελλ. 1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση 2. το θηλ. η υπουργίνα α) γυναίκα… … Dictionary of Greek
υπουργός — ο ανώτατος δημόσιος λειτουργός που είναι μέλος της κυβέρνησης και προϊστάμενος ορισμένου κλάδου της κρατικής μηχανής: Υπουργός Οικονομικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπουργόν — ὑπουργός rendering service masc/fem acc sg ὑπουργός rendering service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργοί — ὑπουργός rendering service masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργούς — ὑπουργός rendering service masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργά — ὑπουργός rendering service neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργέ — ὑπουργός rendering service masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργῶς — ὑπουργός rendering service adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργῷ — ὑπουργός rendering service masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουργώ — ὑπουργός rendering service masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)